- σαμεῖον
- σᾱμεῖον, τό, [dialect] Dor. for σημεῖον, Archyt.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαμεῖον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαμείον — και σαμῆον, τὸ, Α (δωρ. τ.) βλ. σημείο … Dictionary of Greek
σαμεῖα — σαμεῖον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαμείοις — σαμεῖον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαμείου — σαμεῖον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαμείων — σαμεῖον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαμείῳ — σαμεῖον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημείο — Μια από τις αρχικές έννοιες, στις οποίες βασίζεται η ευκλείδεια γεωμετρία· για τον Ευκλείδη το σ. ήταν κάτι, που «δεν είχε μέρη» («σημείον δ’ έστΐν ού μέρος ούδέν»), το αδιαίρετο στοιχείο (χωρίς διαστάσεις), το πρώτο συστατικό στοιχείο του χώρου … Dictionary of Greek
σαμείωι — σαμείῳ , σαμεῖον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)